sighting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sighting | sightings |
sighting (en)
- η εμφάνιση, το γεγονός όταν κάποιος βλέπει κάποιον ή κάτι
- ⮡ new sightings of the Loch Ness monster - νέες εμφανίσεις του τέρατος Λοχνές
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαsighting (en)
Πηγές
επεξεργασία- sighting - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 287. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμφάνιση