Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sighting sightings

sighting (en)

  • η εμφάνιση, το γεγονός όταν κάποιος βλέπει κάποιον ή κάτι
    ⮡  new sightings of the Loch Ness monster - νέες εμφανίσεις του τέρατος Λοχνές

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

sighting (en)