Δείτε επίσης: See

  Ετυμολογία

επεξεργασία
see < ... απώτατη αρχή: < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (βλέπω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siː/
ομόηχο: sea

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
see sees

see (en)

  1. (χριστιανισμός) επισκοπή
  2. έδρα
    The Holy See: Η Αγία Έδρα
ενεστώτας see
γ΄ ενικό ενεστώτα sees
αόριστος saw
παθητική μετοχή seen
ενεργητική μετοχή seeing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

see (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) βλέπω, διακρίνω, θεώμαι, αντιλαμβάνομαι κάποιον ή κάτι με τα μάτια μου διακρίνω
    Do you see that ship on the horizon?
    Βλέπεις αυτό το πλοίο στο βάθος του ορίζοντα;
    There is nothing to see here.
    Δεν υπάρχει τίποτα να δούμε εδώ.
    I saw a figure in the darkness.
    Διέκρινα μια φιγούρα στο σκοτάδι.
    She has a body so fit, that all the muscles can be seen.
    Έχει σώμα τόσο γυμνασμένο, ώστε να διακρίνονται όλοι οι μύες.
    The police are tracking around the area where the fugitives were seen.
    Οι αστυνομικοί ιχνηλατούν γύρω από την περιοχή όπου θεάθηκαν οι δραπέτες.
  2. (αμετάβατο, όχι συνήθως στα continuous tenses) βλέπω, έχω την ικανότητα της όρασης
    Blind people can’t see.
    Οι τυφλοί δεν βλέπουν.
  3. (μεταβατικό) βλέπω, επισκέπτομαι κάποιον
    Come see me.
    Έλα δες με.
  4. (μεταβατικό) βλέπω, έχω μια συνάντηση με κάποιον
    Has the doctor seen you?
    Σε είδε ο γιατρός;
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι συνήθως στα continuous tenses) βλέπω, κατανοώ
    Now I see how wrong I was.
    Τώρα βλέπω πόσο άδικο είχα.
    I hope he sees his error.
    Ελπίζω να κατανοήσει την πλάνη του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
  6. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι συνήθως στα continuous tenses) βλέπω, φαίνομαι, ανακαλύπτω κάτι κοιτάζοντας, ρωτώντας ή περιμένοντας
    It remains to be seen!
    Αυτό θα φανεί!
  7. (μεταβατικό) πηγαίνω με κάποιον για να τον βοηθήσω ή να τον προστατέψω
    I will see you home.
    Θα σε πάω σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη take

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

see (fy)