see
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- see < ... απώτατη αρχή: < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (βλέπω)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
see | sees |
see (en)
- (χριστιανισμός) επισκοπή
- έδρα
- The Holy See: Η Αγία Έδρα
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | see |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sees |
αόριστος | saw |
παθητική μετοχή | seen |
ενεργητική μετοχή | seeing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
see (en)
- βλέπω
- (μεταβατικό) βλέπω, επισκέπτομαι κάποιον
- ↪ Come see me.
- Έλα δες με.
- ↪ Come see me.
- κατανοώ
- (μεταβατικό) πηγαίνω
Εκφράσεις επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Δυτικά φριζικά (fy) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
see (fy)