see
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
see | sees |
see (en)
- (χριστιανισμός) επισκοπή
- έδρα
- The Holy See: Η Αγία Έδρα
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | see |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sees |
αόριστος | saw |
παθητική μετοχή | seen |
ενεργητική μετοχή | seeing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
see (en)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δυτικά φριζικά (fy)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
see (fy)