ενεστώτας see through
γ΄ ενικό ενεστώτα sees through
αόριστος saw through
παθητική μετοχή seen through
ενεργητική μετοχή seeing through

  Ετυμολογία

επεξεργασία
see through < → δείτε τις λέξεις see και through

see through (en)

  1. παίρνω κάποιον είδηση, αντιλαμβάνομαι την αλήθεια για κάποιον ή κάτι
    ⮡  He tried to cheat me but I saw through him.
    Προσπάθησε να με γελάσει αλλά τον πήρα είδηση.
  2. περνάω, δίνω βοήθεια ή υποστήριξη σε κάποιον για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο
    ⮡  I have enough money to see me through a year.
    Έχω αρκετά χρήματα για να περάσω ένα χρόνο.
    ⮡  50 euros will see me through the week until I draw my salary.
    Με 50 ευρώ θα περάσω την εβδομάδα ώσπου να κάνω μισθό.