έδρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έδρα | οι | έδρες |
γενική | της | έδρας | των | εδρών |
αιτιατική | την | έδρα | τις | έδρες |
κλητική | έδρα | έδρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έδρα < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἕδρα < ἔδος / ἕζομαι < πρωτοελληνική *heďďomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séd-ye- < *sed-
- (έδρα οργανισμού) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική siège
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έδρα θηλυκό
- κάθισμα, θέση, βάση
- το γραφείο του δασκάλου στη σχολική αίθουσα
- το επίκεντρο
- πολλοί θεωρούν την καρδιά ως την ἐδρα των συναισθημάτων
- (βουλή) η κατοχή της βουλευτικής ιδιότητας
- μετά τις καταγγελίες εναντίον του έχασε τη βουλευτική έδρα του
- (αθλητισμός) το γήπεδο που ανήκει σε μια ομάδα
- (οργανισμοί) η πόλη στην οποία στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού, μιας εταιρείας κλπ
- Αγία Έδρα: το Βατικανό
- (γεωμετρία) κάθε μια από τις επίπεδες επιφάνειες ενός στερεού σώματος
- Ο κύβος έχει έξι έδρες.
- (ανατομία) (ανθρώπινο σώμα) ο πρωκτός
- (μηχανολογία) το σημείο στήριξης μηχανικών μερών
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
έδρα
κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού