έδρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έδρα | οι | έδρες |
γενική | της | έδρας | των | εδρών |
αιτιατική | την | έδρα | τις | έδρες |
κλητική | έδρα | έδρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕδρα < ἔδος / ἕζομαι < πρωτοελληνική *heďďomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *séd-ye- < *sed-
- (έδρα οργανισμού) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική siège
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐δρα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έδρα θηλυκό
- το κάθισμα, η θέση, η βάση
- το γραφείο του δασκάλου στη σχολική αίθουσα
- το επίκεντρο
- ↪ πολλοί θεωρούν την καρδιά ως την ἐδρα των συναισθημάτων
- (βουλή) η κατοχή της βουλευτικής ιδιότητας
- μετά τις καταγγελίες εναντίον του έχασε τη βουλευτική έδρα του
- (αθλητισμός) το γήπεδο που ανήκει σε μια ομάδα
- (οργανισμοί) η πόλη στην οποία στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού, μιας εταιρείας κλπ
- Αγία Έδρα: το Βατικανό
- (γεωμετρία) κάθε μια από τις επίπεδες επιφάνειες ενός στερεού σώματος
- ↪ ο κύβος έχει έξι έδρες
- (ανατομία) (ανθρώπινο σώμα) ο πρωκτός
- (μηχανολογία) το σημείο στήριξης μηχανικών μερών
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Αγία Έδρα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
έδρα
κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού