↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθεδρικός η καθεδρική το καθεδρικό
      γενική του καθεδρικού της καθεδρικής του καθεδρικού
    αιτιατική τον καθεδρικό την καθεδρική το καθεδρικό
     κλητική καθεδρικέ καθεδρική καθεδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθεδρικοί οι καθεδρικές τα καθεδρικά
      γενική των καθεδρικών των καθεδρικών των καθεδρικών
    αιτιατική τους καθεδρικούς τις καθεδρικές τα καθεδρικά
     κλητική καθεδρικοί καθεδρικές καθεδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθεδρικός < καθέδρ(α) + -ικός, απόδοση για τη γαλλική église cathédrale (καθεδρικός ναός) < ελληνιστική κοινή καθεδρικός στη σημασία: αυτοκρατορικός θρόνος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.θe.ðɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θε‐δρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

καθεδρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία