καθεδρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθεδρικός < καθέδρ(α) + -ικός, απόδοση για τη γαλλική église cathédrale (καθεδρικός ναός) < ελληνιστική κοινή καθεδρικός στη σημασία: αυτοκρατορικός θρόνος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θe.ðɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θε‐δρι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
καθεδρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την καθέδρα επισκοπής ή αρχιεπισκοπής
- ↪ καθεδρικός ναός
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καθέδρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθεδρικός
επεξεργασία
- ↑ καθεδρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.