cattedrale
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cattedrale | cattedrali |
Ετυμολογία επεξεργασία
- cattedrale < λατινική cathedralis
Επίθετο επεξεργασία
cattedrale (it)
- καθεδρικός, που αναφέρεται σε ναό που είναι έδρα επισκόπου
Ουσιαστικό επεξεργασία
cattedrale (it)