πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητρόπολη οι μητροπόλεις
      γενική της μητρόπολης* των μητροπόλεων
    αιτιατική τη μητρόπολη τις μητροπόλεις
     κλητική μητρόπολη μητροπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μητροπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μητρόπολη

  1. (αρχαία ιστορία) η πόλη που ίδρυε μια αποικία
  2. μεγάλη πόλη που αποτελεί κέντρο της οικονομικής, πνευματικής, καλλιτεχνικής ζωής
      Στην Αθήνα, τόνισε υψώνοντας λίγο τη φωνή της, λες κι η Αθήνα ήτανε η μητρόπολη του πολιτισμένου κόσμου. (Σώτη Τριανταφύλλου (2000). Το εργοστάσιο των μολυβιών [μυθιστόρημα])
  3. (χριστιανισμός)
    1. εκκλησιαστική περιφέρεια που διοικείται από επίσκοπο, ο οποίος φέρει τον τίτλο του μητροπολίτηαρχιεπισκόπου)
    2. ο κεντρικός ναός μιας πόλης στην οποία εδρεύει ένας μητροπολίτης

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία