Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πολῐ- πολε-
ονομαστική πόλῐς αἱ πόλεις
      γενική τῆς πόλεως τῶν πόλεων
      δοτική τῇ πόλει ταῖς πόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πόλῐν τὰς πόλεις
     κλητική ! πόλῐ πόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πόλει
γεν-δοτ τοῖν  πολέοιν
Δείτε και σημειώσεις για πολλούς επιπλέον κλιτικούς τύπους.
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόλις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tpólHis < *tpelH- (οχύρωση)
Ήδη μυκηναϊκή 𐀡𐀵𐀪𐀍 (po-to-ri-jo, πτόλιος). Για το [pt] δείτε τη μορφή πτόλις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόλις, -εως θηλυκό και πτόλις

  1. το φρούριο της πόλης, η ακρόπολή της, (με την υπόλοιπη πόλη, στην Αθήνα τουλάχιστον, να αποκαλείται σε παλιότερες εποχές άστυ)
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 15 Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    καλεῖται δὲ διὰ τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν καὶ ἡ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι ὑπ᾽ Ἀθηναίων πόλις.
  2. πόλη, η πόλη κράτος, η πατρίδα, ο τόπος κάποιου
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 105
    τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;
    ποιός είσαι, κι αποπούθε ; Ποιοί 'ν' οι γονιοί σου, ο τόπος σου; (απόδοση: Αργύρης Εφταλιώτης
  3. χώρα, μεγάλη περιοχή
    ※  5ος αιώνας Λυσίας, 6. Κατ’ Ἀνδοκίδου ἀσεβείας [In Andocidem], 6
    ἔπειτα δὲ καὶ διώχληκε πόλεις πολλὰς ἐν τῇ ἀποδημίᾳ, Σικελίαν, Ἰταλίαν, Πελοπόννησον, Θετταλίαν, Ἑλλήσποντον, Ἰωνίαν, Κύπρον
  4. η ελεύθερη πολιτεία, η δημοκρατία
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 738 (737-739)
    [-Αἵμων:] πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός.
    [-Κρέων:] οὐ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νομίζεται;
    [-Αἵμων:] καλῶς γ᾽ ἐρήμης ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος.
    Αίμων: Δε λέγεται πόλη αυτή που ανήκει σε έναν άνδρα Κρέων: Δε θεωρείται ότι η πόλη ανήκει σε εκείνον που κρατάει την εξουσία; Αίμων: Θα ήσουν θαυμάσιος μονάρχης σε μια έρημο
  5. το σύνολο των πολιτών, ο δήμος
  6. το δικαίωμα του πολίτη, η ιδιότητα του πολίτη
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 106
    νῦν δὲ τούτοις οἷς ἐποίει καὶ διεπράττετ᾽ ἐκεῖνά τε καὶ τὰ λοιπὰ πάντα, τὴν πόλιν, τὸ γένος, τὴν ἐπιτιμίαν, τὰς ἐλπίδας
    τώρα φαίνεται πως όσα έκανε στόχευαν στα πάντα, όσα είναι δικά μου, την ιδιότητά μου ως πολίτη, την οικογένειά μου, τα προνόμιά μου, τις ελπίδες μου
    Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Eκτός της κλίσης που παρατίθεται ως η συνηθέστερη απαντώνται και οι εξής τύποι κατά τόπους ή στην ποίηση

  • γενική ενικού: πόλιος πόληος πόλεος πτόλιος πόλειως
  • δοτική ενικού: πόλει πτόλεϊ πόληϊ πόλι πόλῃ
  • αιτιατική ενικού: πόληα
  • ονομαστική πληθυντικού: πόλιες πόληες
  • γενική πληθυντικού: πολίων
  • δοτική πληθυντικού: πολύεσσι πόλισι πολίεσι πόλιθι
  • αιτιατική πληθυντικού: πόλεις πόληας πόλιας πόλεας

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
πολ- 

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία