οχύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οχύρωση | οι | οχυρώσεις |
γενική | της | οχύρωσης* | των | οχυρώσεων |
αιτιατική | την | οχύρωση | τις | οχυρώσεις |
κλητική | οχύρωση | οχυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οχυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οχύρωση < (ελληνιστική κοινή) ὀχύρωσις