οχυρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαοχυρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οχυρώνω
- θα οχυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οχυρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαοχυρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οχύρωση