Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

οχυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οχυρώνω
  2. θα οχυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οχυρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

οχυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οχύρωση