Ετυμολογία

επεξεργασία
οχυρώνω < αρχαία ελληνική ὀχυρόω / ὀχυρῶ

οχυρώνω (παθητική φωνή: οχυρώνομαι)

  1. προετοιμάζω μια πόλη ή τοποθεσία απέναντι σε εχθρική επίθεση χτίζοντας ένα τείχος, οχυρό ή παίρνοντας άλλα αμυντικά μέτρα
  2. (γενικότερα) ενισχύω την άμυνα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία