οχυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οχυρώνω < αρχαία ελληνική ὀχυρόω / ὀχυρῶ
Ρήμα
επεξεργασίαοχυρώνω (παθητική φωνή: οχυρώνομαι)
- προετοιμάζω μια πόλη ή τοποθεσία απέναντι σε εχθρική επίθεση χτίζοντας ένα τείχος, οχυρό ή παίρνοντας άλλα αμυντικά μέτρα
- (γενικότερα) ενισχύω την άμυνα
Συγγενικά
επεξεργασία- οχύρωμα
- οχυρωματικός
- → δείτε τη λέξη οχυρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οχυρώνω | οχύρωνα | θα οχυρώνω | να οχυρώνω | οχυρώνοντας | |
β' ενικ. | οχυρώνεις | οχύρωνες | θα οχυρώνεις | να οχυρώνεις | οχύρωνε | |
γ' ενικ. | οχυρώνει | οχύρωνε | θα οχυρώνει | να οχυρώνει | ||
α' πληθ. | οχυρώνουμε | οχυρώναμε | θα οχυρώνουμε | να οχυρώνουμε | ||
β' πληθ. | οχυρώνετε | οχυρώνατε | θα οχυρώνετε | να οχυρώνετε | οχυρώνετε | |
γ' πληθ. | οχυρώνουν(ε) | οχύρωναν οχυρώναν(ε) |
θα οχυρώνουν(ε) | να οχυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οχύρωσα | θα οχυρώσω | να οχυρώσω | οχυρώσει | ||
β' ενικ. | οχύρωσες | θα οχυρώσεις | να οχυρώσεις | οχύρωσε | ||
γ' ενικ. | οχύρωσε | θα οχυρώσει | να οχυρώσει | |||
α' πληθ. | οχυρώσαμε | θα οχυρώσουμε | να οχυρώσουμε | |||
β' πληθ. | οχυρώσατε | θα οχυρώσετε | να οχυρώσετε | οχυρώστε | ||
γ' πληθ. | οχύρωσαν οχυρώσαν(ε) |
θα οχυρώσουν(ε) | να οχυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οχυρώσει | είχα οχυρώσει | θα έχω οχυρώσει | να έχω οχυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις οχυρώσει | είχες οχυρώσει | θα έχεις οχυρώσει | να έχεις οχυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει οχυρώσει | είχε οχυρώσει | θα έχει οχυρώσει | να έχει οχυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οχυρώσει | είχαμε οχυρώσει | θα έχουμε οχυρώσει | να έχουμε οχυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε οχυρώσει | είχατε οχυρώσει | θα έχετε οχυρώσει | να έχετε οχυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οχυρώσει | είχαν οχυρώσει | θα έχουν οχυρώσει | να έχουν οχυρώσει |
|