οχυρό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οχυρό | τα | οχυρά |
γενική | του | οχυρού | των | οχυρών |
αιτιατική | το | οχυρό | τα | οχυρά |
κλητική | οχυρό | οχυρά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οχυρό < μεσαιωνική ελληνική ὀχυρόν < αρχαία ελληνική ὀχυρά, ουδέτερο του ὀχυρός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οχυρό ουδέτερο
- οχυρωμένο φρούριο ή θέση, απ’ όπου αμύνονται οι αμυνόμενοι
- (μεταφορικά) οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε αντιστέκεται σθεναρά σε κάτι
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη οχυρός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οχυρό
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
οχυρό