Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οχυρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οχυρωμέν
ος
η
οχυρωμέν
η
το
οχυρωμέν
ο
γενική
του
οχυρωμέν
ου
της
οχυρωμέν
ης
του
οχυρωμέν
ου
αιτιατική
τον
οχυρωμέν
ο
την
οχυρωμέν
η
το
οχυρωμέν
ο
κλητική
οχυρωμέν
ε
οχυρωμέν
η
οχυρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οχυρωμέν
οι
οι
οχυρωμέν
ες
τα
οχυρωμέν
α
γενική
των
οχυρωμέν
ων
των
οχυρωμέν
ων
των
οχυρωμέν
ων
αιτιατική
τους
οχυρωμέν
ους
τις
οχυρωμέν
ες
τα
οχυρωμέν
α
κλητική
οχυρωμέν
οι
οχυρωμέν
ες
οχυρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
οχυρωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
οχυρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οχυρωμένος
γαλλικά
:
fortifié
(fr)