οχυρωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαοχυρωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του οχυρωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του οχυρωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του οχυρωμένος
οχυρωμένων