οχυρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαοχυρά
- με οχυρότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία οχυρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαοχυρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του οχυρός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαοχυρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οχυρό