φρούριο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φρούριο | τα | φρούρια |
γενική | του | φρουρίου & φρούριου |
των | φρουρίων & φρούριων |
αιτιατική | το | φρούριο | τα | φρούρια |
κλητική | φρούριο | φρούρια | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φρούριο < φρουρός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φρούριο ουδέτερο
- οχυρωμένο κτήριο για τη στρατιωτική άμυνα μιας περιοχής
- (μεταφορικά) καθετί που προστατεύει ή υπερασπίζεται κάτι άλλο