Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρούριο τα φρούρια
      γενική του φρούριου
φρουρίου
των φρούριων
φρουρίων
    αιτιατική το φρούριο τα φρούρια
     κλητική φρούριο φρούρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρούριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρούριον
(μεταφορικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική flying fortress[1]
 
Το βενετικό φρούριο του Ηρακλείου

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɾu.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρού‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρούριο ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική) οχυρωμένο κτήριο για τη στρατιωτική άμυνα μιας περιοχής
  2. (μεταφορικά) καθετί που προστατεύει ή υπερασπίζεται κάτι άλλο

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία