κάστρο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάστρο | τα | κάστρα |
γενική | του | κάστρου | των | κάστρων |
αιτιατική | το | κάστρο | τα | κάστρα |
κλητική | κάστρο | κάστρα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάστρο < μεσαιωνική ελληνική κάστρον < λατινική castrum
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.stɾɔ/
- συλλαβισμός : κά‐στρο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάστρο ουδέτερο
- ψηλό κτίσμα με οχυρώσεις που χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη των πόλεων
- (συνεκδοχικά) το τείχος που περιέβαλλε τις πόλεις και τις προστάτευε από τις εχθρικές επιδρομές
- (μεταφορικά) αυτός που έχει ισχυρές βάσεις που δεν μπορούν να κλονιστούν εύκολα ή προβάλλει σθεναρή αντίσταση
- (συνεκδοχικά) καθετί που λειτουργεί ως εγγυητής και υπερασπιστής (αξιών θεσμών, ιδεών)
- το κάστρο της Ορθοδοξίας
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- η πείνα κάστρα καταλεί και χώρες παραδίδει : η στέρηση των αναγκαίων για τη ζωή οδηγεί όχι μόνο σε υλική ένδεια αλλά και σε ηθική κατάπτωση
Επεξεργασία
- Αργυρόκαστρο
- καστέλι
- καστράκι
- Καστράκι
- Καστρακινός
- καστρί
- καστρινός
- Καστριώτης
- Κάστρο
- καστρόπορτα
- καστροφύλακας
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κάστρο