φύλαξη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φύλαξη | οι | φυλάξεις |
γενική | της | φύλαξης & φυλάξεως |
των | φυλάξεων |
αιτιατική | τη | φύλαξη | τις | φυλάξεις |
κλητική | φύλαξη | φυλάξεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φύλαξη < αρχαία ελληνική φύλαξις < φυλάσσω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φύλαξη θηλυκό
- φρούρηση κτιρίου ή ατόμων για την προστασία τους, αλλά και ατόμων επικινδυνων για να μη δραπετεύσουν
- προφύλαξη, προσεκτική αποθήκευση ή διατήρηση