Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρούρηση οι φρουρήσεις
      γενική της φρούρησης* των φρουρήσεων
    αιτιατική τη φρούρηση τις φρουρήσεις
     κλητική φρούρηση φρουρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φρουρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρούρηση < φρούρησις καθαρεύουσα < φρουρῶ < φρουρέω < φρουρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρούρηση θηλυκό

  • φρούρηση προεδρικού μεγάρου, τράπεζας, του πρωθυπουργού

  Μεταφράσεις επεξεργασία