φρούρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φρούρηση | οι | φρουρήσεις |
γενική | της | φρούρησης* | των | φρουρήσεων |
αιτιατική | τη | φρούρηση | τις | φρουρήσεις |
κλητική | φρούρηση | φρουρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φρουρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρούρηση < φρούρησις καθαρεύουσα < φρουρῶ < φρουρέω < φρουρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρούρηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος φρουρώ, η προφύλαξη προσώπων ή πολύτιμων αντικειμένων και χώρων από πιθανές απειλές, η επαγρύπνηση και προστασία από στρατιώτη, ειδικό φρουρό ή αστυνομικό (και όχι η προστασία από συσκευή όπως π.χ. από συναγερμό ή η φύλαξη από απλό φύλακα)
- φρούρηση προεδρικού μεγάρου, τράπεζας, του πρωθυπουργού
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρούρηση