Ετυμολογία

επεξεργασία
φρουρέω < φρουρός + jω

φρουρέω-φρουρῶ

  • φρουρέω, ἐφρούρουν, φρουρήσω, ἐφρούρησα,
  • φρουροῦμαι, ἐφρουρούμην, φρουρήσομαι, ἐφρουρήθην, πεφρούρημαι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία