Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐμφρουρέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐμφρουρέω
<
ἐν
και
φρουρέω
<
φρουρός
+ jω
Ρήμα
επεξεργασία
ἐμφρουρέω
φρουρώ
σε ένα συγκεκριμένο
τόπο
,
περιοχή
μέσο: είμαι
φυλακισμένος