φυλακισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φυλακίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαφυλακισμένος, η, ο
- που βρίσκεται στη φυλακή ή σε χώρο που περιορίζει την ελευθερία του
- (μεταφορικά) ο δέσμιος, ο παγιδευμένος, που ζει σαν να βρίσκεται έγκλειστος σε φυλακή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυλακισμένος