φυλάκιση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φυλάκιση < φυλακίζω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φυλάκιση θηλυκό
- ο εγκλεισμός σε φυλακή με ή χωρίς δίκη
- ποινή στον ελληνικό στρατό που παλιότερα εκτίονταν στο πειθαρχείο, σήμερα όμως ισοδυναμεί με τη στέρηση εξόδου
- ο Ταξίαρχος μου έδωσε είκοσι μέρες φυλάκιση γιατί αντί να τον χαιρετήσω του είπα καλημέρα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φυλάκιση