πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυλαχτό τα φυλαχτά
      γενική του φυλαχτού των φυλαχτών
    αιτιατική το φυλαχτό τα φυλαχτά
     κλητική φυλαχτό φυλαχτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φυλαχτό < αρχαία ελληνική φυλακτόν < το ουδέτερο του επιθέτου φυλακτός (άξιος να φυλαχτεί)

Ουσιαστικό

επεξεργασία