φυλακίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλακίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φυλακίζω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.laˈci.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐λα‐κί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαφυλακίζω, αόρ.: φυλάκισα, παθ.φωνή: φυλακίζομαι, π.αόρ.: φυλακίστηκα, μτχ.π.π.: φυλακισμένος
- κλείνω κάποιον στη φυλακή
- ⮡ τον φυλάκισαν για απάτη
- (μεταφορικά) περιορίζω την ελευθερία κάποιου
- ⮡ Την έχουν φυλακίσει στην αρχειοθέτηση και σκέφτεται να παραιτηθεί.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φύλακας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυλακίζω | φυλάκιζα | θα φυλακίζω | να φυλακίζω | φυλακίζοντας | |
β' ενικ. | φυλακίζεις | φυλάκιζες | θα φυλακίζεις | να φυλακίζεις | φυλάκιζε | |
γ' ενικ. | φυλακίζει | φυλάκιζε | θα φυλακίζει | να φυλακίζει | ||
α' πληθ. | φυλακίζουμε | φυλακίζαμε | θα φυλακίζουμε | να φυλακίζουμε | ||
β' πληθ. | φυλακίζετε | φυλακίζατε | θα φυλακίζετε | να φυλακίζετε | φυλακίζετε | |
γ' πληθ. | φυλακίζουν(ε) | φυλάκιζαν φυλακίζαν(ε) |
θα φυλακίζουν(ε) | να φυλακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φυλάκισα | θα φυλακίσω | να φυλακίσω | φυλακίσει | ||
β' ενικ. | φυλάκισες | θα φυλακίσεις | να φυλακίσεις | φυλάκισε | ||
γ' ενικ. | φυλάκισε | θα φυλακίσει | να φυλακίσει | |||
α' πληθ. | φυλακίσαμε | θα φυλακίσουμε | να φυλακίσουμε | |||
β' πληθ. | φυλακίσατε | θα φυλακίσετε | να φυλακίσετε | φυλακίστε | ||
γ' πληθ. | φυλάκισαν φυλακίσαν(ε) |
θα φυλακίσουν(ε) | να φυλακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φυλακίσει | είχα φυλακίσει | θα έχω φυλακίσει | να έχω φυλακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φυλακίσει | είχες φυλακίσει | θα έχεις φυλακίσει | να έχεις φυλακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φυλακίσει | είχε φυλακίσει | θα έχει φυλακίσει | να έχει φυλακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φυλακίσει | είχαμε φυλακίσει | θα έχουμε φυλακίσει | να έχουμε φυλακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φυλακίσει | είχατε φυλακίσει | θα έχετε φυλακίσει | να έχετε φυλακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φυλακίσει | είχαν φυλακίσει | θα έχουν φυλακίσει | να έχουν φυλακίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυλακίζομαι | φυλακιζόμουν(α) | θα φυλακίζομαι | να φυλακίζομαι | ||
β' ενικ. | φυλακίζεσαι | φυλακιζόσουν(α) | θα φυλακίζεσαι | να φυλακίζεσαι | ||
γ' ενικ. | φυλακίζεται | φυλακιζόταν(ε) | θα φυλακίζεται | να φυλακίζεται | ||
α' πληθ. | φυλακιζόμαστε | φυλακιζόμαστε φυλακιζόμασταν |
θα φυλακιζόμαστε | να φυλακιζόμαστε | ||
β' πληθ. | φυλακίζεστε | φυλακιζόσαστε φυλακιζόσασταν |
θα φυλακίζεστε | να φυλακίζεστε | (φυλακίζεστε) | |
γ' πληθ. | φυλακίζονται | φυλακίζονταν φυλακιζόντουσαν |
θα φυλακίζονται | να φυλακίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φυλακίστηκα | θα φυλακιστώ | να φυλακιστώ | φυλακιστεί | ||
β' ενικ. | φυλακίστηκες | θα φυλακιστείς | να φυλακιστείς | φυλακίσου | ||
γ' ενικ. | φυλακίστηκε | θα φυλακιστεί | να φυλακιστεί | |||
α' πληθ. | φυλακιστήκαμε | θα φυλακιστούμε | να φυλακιστούμε | |||
β' πληθ. | φυλακιστήκατε | θα φυλακιστείτε | να φυλακιστείτε | φυλακιστείτε | ||
γ' πληθ. | φυλακίστηκαν φυλακιστήκαν(ε) |
θα φυλακιστούν(ε) | να φυλακιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φυλακιστεί | είχα φυλακιστεί | θα έχω φυλακιστεί | να έχω φυλακιστεί | φυλακισμένος | |
β' ενικ. | έχεις φυλακιστεί | είχες φυλακιστεί | θα έχεις φυλακιστεί | να έχεις φυλακιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει φυλακιστεί | είχε φυλακιστεί | θα έχει φυλακιστεί | να έχει φυλακιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φυλακιστεί | είχαμε φυλακιστεί | θα έχουμε φυλακιστεί | να έχουμε φυλακιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε φυλακιστεί | είχατε φυλακιστεί | θα έχετε φυλακιστεί | να έχετε φυλακιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φυλακιστεί | είχαν φυλακιστεί | θα έχουν φυλακιστεί | να έχουν φυλακιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φυλακισμένος - είμαστε, είστε, είναι φυλακισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φυλακισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φυλακισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φυλακισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φυλακισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φυλακισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φυλακισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φυλακίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλακίζω < αρχαία ελληνική φύλαξ, φυλακ- + -ίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία- το αμάρτυρο *φυλακέω, μόνο σε σύνθετα -φυλακέω Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλακέω στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με -φυλακέω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φύλαξ
Πηγές
επεξεργασία- φυλακίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυλακίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.