Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλακίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φυλακίζω [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.laˈci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐λα‐κί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

φυλακίζω, αόρ.: φυλάκισα, παθ.φωνή: φυλακίζομαι, π.αόρ.: φυλακίστηκα, μτχ.π.π.: φυλακισμένος

  1. κλείνω κάποιον στη φυλακή
    τον φυλάκισαν για απάτη
  2. (μεταφορικά) περιορίζω την ελευθερία κάποιου
    Την έχουν φυλακίσει στην αρχειοθέτηση και σκέφτεται να παραιτηθεί.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φύλακας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλακίζω < αρχαία ελληνική φύλαξ, φυλακ0- + -ίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία