φύλακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | φύλακας | οι | φύλακες |
γενική | του του/της |
φύλακα φύλακος |
των | φυλάκων |
αιτιατική | τον/τη | φύλακα | τους/τις | φύλακες |
κλητική | φύλακα | φύλακες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φύλακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φύλαξ από την αιτιατική «τὸν φύλακα»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φύ‐λα‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που φυλάσσει, που επιτηρεί κάτι φροντίζοντας για την ασφάλειά του ή την ακεραιότητά του ή την καλή λειτουργία του κ.λπ.
- ※ 1795 ⌘ Κωνσταντίνος (Καισάριος) Δαπόντες, Ἐξήγησις τῆς Θείας Λειτουργίας συλλεχθεῖσα καὶ στιχουργηθεῖσα παρὰ Κωνσταντίνου Δαπόντε, τοῦ μετωνομασθέντος Καισαρίου. Τόμος Πρῶτος. Ἐν Βιέννῃ τῆς Αὐστρίας, 1795, Παρὰ Μαρκ. Πούλιου. σελ.152
- Τὴν φύλακά μου τῆς ζωῆς, τὴν Δέσποιναν Μαρίαν.
- ⮡ φύλακας άγγελος
- ※ 1795 ⌘ Κωνσταντίνος (Καισάριος) Δαπόντες, Ἐξήγησις τῆς Θείας Λειτουργίας συλλεχθεῖσα καὶ στιχουργηθεῖσα παρὰ Κωνσταντίνου Δαπόντε, τοῦ μετωνομασθέντος Καισαρίου. Τόμος Πρῶτος. Ἐν Βιέννῃ τῆς Αὐστρίας, 1795, Παρὰ Μαρκ. Πούλιου. σελ.152
- (επάγγελμα) υπάλληλος που έχει ως έργο του τη φύλαξη ενός χώρου
- ⮡ ο φύλακας του σχολείου
- (επάγγελμα) σωφρονιστικός υπάλληλος, υπεύθυνος για τη φύλαξη των κρατουμένων σε μια φυλακή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φυλακ- φυλαχ-
φυλακ- φυλαχ-
θέματα φυλακ- φυλαχ-
θέμα φυλακ-, φυλαχ-
- -φύλακας Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φύλακας στο Βικιλεξικό
- -φυλακή Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλακή στο Βικιλεξικό
- -φυλάκιο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλάκιο στο Βικιλεξικό
- Όροι με φύλακας, Όροι με φυλακή, Όροι με φυλάκιο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
και
- αγροφυλακιάτικο
- αδιαφύλακτος
- αδιαφυλάκτως
- αδικοφυλακισμένος
- αετοφύλαχτος, αϊτοφύλαχτος
- ακριβοφύλαχτος
- αναπροφυλάκιση
- αναφυλακτικός
- ανεπιφύλακτα (επίρρημα)
- ανεπιφύλακτος
- απαραφύλακτα, απαραφύλαχτα (επίρρημα)
- απαραφύλακτος, απαραφύλαχτος
- ανεπιφυλάκτως
- αποφυλακίζω
- αποφυλάκιση
- αποφυλακίσιμος
- αποφυλακισμένος
- αποφυλακισμός
- αποφυλακιστέος
- αποφυλακιστήριο
- απροφύλακτα, απροφύλαχτα (επίρρημα)
- απροφύλακτος, απροφύλαχτος
- αρχιφύλαξ
- αφυλάκιστα (επίρρημα)
- αφυλάκιστος
- αφύλακτα, αφύλαχτα (επίρρημα)
- αφύλακτος, αφύλαχτος
- αφυλάκωτος
- βοϊδοφυλάχτρα
- δακροφύλαχτος
- διαφύλαξη
- δρακοντοφύλαχτος
- δρακοφύλακτος, δρακοφύλαχτος
- δυσκολοφύλαχτος
- δυσφύλακτος
- επιφυλακτικά (επίρρημα)
- επιφυλακτικός
- επιφυλακτικότητα
- επιφύλαξη
- ευκολοφύλαχτα (επίρρημα)
- ευκολοφύλαχτος
- θεοφύλακτος, Θεοφύλακτος, θεοφύλαχτος
- θησαυροφυλαχτόρισσα
- θησαυροφυλάχτρα
- καιροφυλάκτηση
- καιροφυλακτώ, καιροφυλαχτώ
- καστροφύλαχτος
- κοσμοφυλάχτης
- κυβερνοπροφυλακτικό
- ξεφυλάκωμα
- ξεφυλακώνω
- παλιοφυλαχτό
- παραφυλακτικός
- παραφύλαξη
- πλαγιοφύλαξη
- πορτοφυλάκισσα
- προφυλακίζω
- προφυλάκιση
- προφυλακίσιμος
- προφυλακιστέος
- προφυλακτήρας, προφυλαχτήρας
- προφυλακτικά, προφυλαχτικά (επίρρημα)
- προφυλακτικό
- προφυλακτικός
- προφυλακτικότητα
- προφυλακτικώς
- προφύλαξη
- πυργοφύλακτος
- πυργοφυλαχτός
- υποφυλακτήρας
- φυλάκα
- φυλακάρικος
- φυλακάτορας
- φυλακείο & σύνθετα
- φυλακή
- φυλακίδα
- φυλάκιο
- φυλακίζω, φυλακίζομαι & σύνθετα
- φυλάκιση
- φυλάκισμα
- φυλακισμένος
- φυλακισμός
- φυλακιστέος
- φυλακιστής
- φυλακτήρας
- φυλακτήριο
- φυλακτικός, φυλαχτικός
- φυλάκτορας, φυλάχτορας
- φύλακτρα, φύλαχτρα
- φυλάκωμα
- φυλακωμένος
- φυλακώνομαι
- φύλαξη
- φυλαξιά
- φυλαχτάδι
- φυλαχτάρι, φυλακτάρι
- φυλαχτήρι
- φυλαχτήριος
- φυλαχτής
- φυλαχτικά
- φυλαχτικός
- φυλαχτό, φυλακτό
- φυλάχτορας
- φυλαχτός
- φυλάχτρα
- χωροφυλακίνα
- χωροφυλακίστικα (επίρρημα)
- χωροφυλακίστικος
- χωροφυλακόσημο
- ψυχοπροφυλακτική
- ψυχοπροφυλακτικός
- ψυχοπροφύλαξη
θέμα φυλαγ- → δείτε τη λέξη φυλάγω (επίσης: φυλάω, φυλάσσω)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φύλακας
Πηγές
επεξεργασία- φύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φύλακας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφύλακας αρσενικό ή και θηλυκό σε μεταφορικές σημασίες
- δημώδης μορφή του φύλαξ
Σύνθετα
επεξεργασία- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -φύλακας στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά:
- δεσμοφύλακας
- δικαιοφύλακας
- καστροφύλακας & καστροφύλαξ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφύλακας αρσενικό ή θηλυκό