Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφύλακτος η αφύλακτη το αφύλακτο
      γενική του αφύλακτου της αφύλακτης του αφύλακτου
    αιτιατική τον αφύλακτο την αφύλακτη το αφύλακτο
     κλητική αφύλακτε αφύλακτη αφύλακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφύλακτοι οι αφύλακτες τα αφύλακτα
      γενική των αφύλακτων των αφύλακτων των αφύλακτων
    αιτιατική τους αφύλακτους τις αφύλακτες τα αφύλακτα
     κλητική αφύλακτοι αφύλακτες αφύλακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφύλακτος < αρχαία ελληνική ἀφύλακτος

  Επίθετο επεξεργασία

αφύλακτος,η,ο

  1. ο μη φυλασσόμενος χώρος ή άνθρωπος, ο μη φρουρούμενος από πιθανή απειλή ή κίνδυνο
    αφύλακτη διάβαση, αφύλακτος ποδοσφαιριστής

  Μεταφράσεις επεξεργασία