αφύλακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφύλακτος < αρχαία ελληνική ἀφύλακτος
Επίθετο επεξεργασία
αφύλακτος,η,ο
- ο μη φυλασσόμενος χώρος ή άνθρωπος, ο μη φρουρούμενος από πιθανή απειλή ή κίνδυνο
- αφύλακτη διάβαση, αφύλακτος ποδοσφαιριστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφύλακτος
|