καιροφυλακτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καιροφυλακτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καιροφυλακτῶ / καιροφυλακτέω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾo.fi.laˈkto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : και‐ρο‐φυ‐λα‐κτώ
Ρήμα
επεξεργασίακαιροφυλακτώ, πρτ.: καιροφυλακτούσα, αόρ.: καιροφυλάκτησα (χωρίς παθητική φωνή)
- αναζητώ την κατάλληλη περίσταση για να δράσω, παραμονεύω, καραδοκώ
- ※ Ήμουν τρελή· κι έτρεμα από ζήλεια βλέποντας, καθώς καιροφυλακτούσα πίσω από εκείνη τη γωνία, τη δεσποινίδα Νίνα Νικολάου να μπαίνει στο σπίτι του κ. Τασάκου.
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956
- ※ Ήμουν τρελή· κι έτρεμα από ζήλεια βλέποντας, καθώς καιροφυλακτούσα πίσω από εκείνη τη γωνία, τη δεσποινίδα Νίνα Νικολάου να μπαίνει στο σπίτι του κ. Τασάκου.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καιροφυλακτώ | καιροφυλακτούσα | θα καιροφυλακτώ | να καιροφυλακτώ | καιροφυλακτώντας | |
β' ενικ. | καιροφυλακτείς | καιροφυλακτούσες | θα καιροφυλακτείς | να καιροφυλακτείς | (καιροφυλάκτει) | |
γ' ενικ. | καιροφυλακτεί | καιροφυλακτούσε | θα καιροφυλακτεί | να καιροφυλακτεί | ||
α' πληθ. | καιροφυλακτούμε | καιροφυλακτούσαμε | θα καιροφυλακτούμε | να καιροφυλακτούμε | ||
β' πληθ. | καιροφυλακτείτε | καιροφυλακτούσατε | θα καιροφυλακτείτε | να καιροφυλακτείτε | καιροφυλακτείτε | |
γ' πληθ. | καιροφυλακτούν(ε) | καιροφυλακτούσαν(ε) | θα καιροφυλακτούν(ε) | να καιροφυλακτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καιροφυλάκτησα | θα καιροφυλακτήσω | να καιροφυλακτήσω | καιροφυλακτήσει | ||
β' ενικ. | καιροφυλάκτησες | θα καιροφυλακτήσεις | να καιροφυλακτήσεις | καιροφυλάκτησε | ||
γ' ενικ. | καιροφυλάκτησε | θα καιροφυλακτήσει | να καιροφυλακτήσει | |||
α' πληθ. | καιροφυλακτήσαμε | θα καιροφυλακτήσουμε | να καιροφυλακτήσουμε | |||
β' πληθ. | καιροφυλακτήσατε | θα καιροφυλακτήσετε | να καιροφυλακτήσετε | καιροφυλακτήστε | ||
γ' πληθ. | καιροφυλάκτησαν καιροφυλακτήσαν(ε) |
θα καιροφυλακτήσουν(ε) | να καιροφυλακτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καιροφυλακτήσει | είχα καιροφυλακτήσει | θα έχω καιροφυλακτήσει | να έχω καιροφυλακτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καιροφυλακτήσει | είχες καιροφυλακτήσει | θα έχεις καιροφυλακτήσει | να έχεις καιροφυλακτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καιροφυλακτήσει | είχε καιροφυλακτήσει | θα έχει καιροφυλακτήσει | να έχει καιροφυλακτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καιροφυλακτήσει | είχαμε καιροφυλακτήσει | θα έχουμε καιροφυλακτήσει | να έχουμε καιροφυλακτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καιροφυλακτήσει | είχατε καιροφυλακτήσει | θα έχετε καιροφυλακτήσει | να έχετε καιροφυλακτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καιροφυλακτήσει | είχαν καιροφυλακτήσει | θα έχουν καιροφυλακτήσει | να έχουν καιροφυλακτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη παραμονεύω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καιροφυλακτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας