Ετυμολογία

επεξεργασία
καραδοκώ < αρχαία ελληνική καραδοκῶ (καραδοκέω) < κάρα (=κεφάλι) + δοκέω

καραδοκώ

  1. περιμένω να βρω την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθώ ή να δράσω
    Πρόσεχε να μην κάνεις κανένα λάθος, γιατί οι πολιτικοί σου αντίπαλοι καραδοκούν.
  2. για κάτι που αποτελεί συνεχή και ύπουλη απειλή
    Σε κάθε στροφή, ο κίνδυνος καραδοκεί.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία