καραδοκώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καραδοκώ < αρχαία ελληνική καραδοκῶ (καραδοκέω) < κάρα (=κεφάλι) + δοκέω
Ρήμα
επεξεργασίακαραδοκώ
- περιμένω να βρω την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθώ ή να δράσω
- Πρόσεχε να μην κάνεις κανένα λάθος, γιατί οι πολιτικοί σου αντίπαλοι καραδοκούν.
- για κάτι που αποτελεί συνεχή και ύπουλη απειλή
- Σε κάθε στροφή, ο κίνδυνος καραδοκεί.