Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενεδρεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνεδρεύω[1] (< ἐν + έδρα)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεδρεύω

  1. παρακολουθώ αθέατος άνθρωπο ή ζώο περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθώ· στήνω ενέδρα, καρτέρι
  2. περιμένω την κατάλληλη χρονική στιγμή ώστε να κάνω κάτι εναντίον κάποιου άλλου

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία