Δείτε επίσης: κάρτερ, καρτερία, παρτέρι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρτέρι τα καρτέρια
      γενική του καρτεριού των καρτεριών
    αιτιατική το καρτέρι τα καρτέρια
     κλητική καρτέρι καρτέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρτέρι ουδέτερο

  1. ενέδρα
  2. (κατ’ επέκταση) ο τόπος όπου στήνεται η ενέδρα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
καρτέρι ήδη από τον 12ο αιώνα κε< βενετική quartier

Ουσιαστικό

επεξεργασία