καρτερώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καρτερώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καρτερῶ, συνηρημένος τύπος του καρτερέω [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾ.teˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐τε‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασία
καρτερώ/καρτεράω, πρτ.: καρτερούσα/καρτέραγα, αόρ.: καρτέρησα/καρτέρεσα, χωρίς παθητική φωνή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- καρτέρει (προστακτική)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ καρτερώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας