Δείτε επίσης: καρτερῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρτερώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καρτερῶ, συνηρημένος τύπος του καρτερέω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaɾ.teˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐τε‐ρώ

καρτερώ/καρτεράω, πρτ.: καρτερούσα/καρτέραγα, αόρ.: καρτέρησα/καρτέρεσα, χωρίς παθητική φωνή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία