στρατώνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατώνας < αρχαίο στρατών < στρατός.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατώνας αρσενικό
- το μέρος όπου διαμένουν οι στρατιώτες.
- Κατά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, αυτό το σχολείο είχε μετατραπεί σε στρατώνα.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρατώνας
|