Δείτε επίσης: Καζάρμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καζάρμα οι καζάρμες
      γενική της καζάρμας
    αιτιατική την καζάρμα τις καζάρμες
     κλητική καζάρμα καζάρμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καζάρμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική caserma < casa di arma

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈzaɾ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ζάρ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καζάρμα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) ο στρατώνας, το φρουραρχείο της χωροφυλακής
    ※  Όθεν αμέσως, περί όρθρον βαθύν, αφού εκοιμήθησαν επί δύο ή τρεις ώρας, φορούντες όλην την στολήν των, οι δύο χωροφύλακες, εις τα ισόγεια της δημαρχίας, τα γεμάτα από βλατούδες, σαρανταποδαρούσες και σαμαμίθια, τα οποία εχρησίμευον ως καζάρμα (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η φόνισσα)
  2. (ιδιωματικό) το αστυνομικό τμήμα [1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 114.