Ουσιαστικό

επεξεργασία

arma (it)

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
arma < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂(e)rmos (συναρμογή, μάχη) < *h₂er- (συνδέω). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) ऋत (ṛtá) και अरम् (áram, “συναρμογή”), αρχαία ελληνική ἀραρίσκω, (παλαιά αρμενικά) արարի (arari).

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arma (la) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα όπλα
  2. στρατιώτες
  3. πόλεμος
  4. άμυνα
  5. εργαλεία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
arma
γενική
-
armōrum
δοτική
-
armīs
αιτιατική
-
arma
κλητική
-
arma
αφαιρετική
-
armīs
(β' κλίση)