• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

συναρμογή

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναρμογή οι συναρμογές
      γενική της συναρμογής των συναρμογών
    αιτιατική τη συναρμογή τις συναρμογές
     κλητική συναρμογή συναρμογές
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

συναρμογή < ελληνιστική κοινή συναρμογή < αρχαία ελληνική συναρμόζω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

συναρμογή θηλυκό

  • (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συναρμόζω, η συνένωση με απόλυτη ακρίβεια για τη δημιουργία ενιαίου και στερεού συνόλου

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις συναρμόζω και αρμός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    συναρμογή
  • αγγλικά : assembly (en), joint (en)
  • γαλλικά : assemblage (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συναρμογή&oldid=4172341"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Οκτωβρίου 2019, στις 21:03

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Οκτωβρίου 2019, στις 21:03.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie