συναρμογή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συναρμογή < ελληνιστική κοινή συναρμογή < αρχαία ελληνική συναρμόζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
συναρμογή θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συναρμόζω, η συνένωση με απόλυτη ακρίβεια για τη δημιουργία ενιαίου και στερεού συνόλου