Ουσιαστικό

επεξεργασία

joint (en)

  1. αρμός
  2. (ανατομία) η άρθρωση, η κλείδωση



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
joint joints

joint (fr) αρσενικό

  1. ο αρμός
  2. η φλάντζα

  Επίθετο

επεξεργασία