Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Μεταλλική φλάντζα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλάντζα οι φλάντζες
      γενική της φλάντζας των φλαντζών
    αιτιατική τη φλάντζα τις φλάντζες
     κλητική φλάντζα φλάντζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλάντζα < αγγλική flange

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλάντζα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία