στεγανότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεγανότητα < (ελληνιστική κοινή) στεγανότης < αρχαία ελληνική στεγανός < στέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστεγανότητα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στεγανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεγανότητα