στεγανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στεγανός | η | στεγανή | το | στεγανό |
γενική | του | στεγανού | της | στεγανής | του | στεγανού |
αιτιατική | τον | στεγανό | τη | στεγανή | το | στεγανό |
κλητική | στεγανέ | στεγανή | στεγανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στεγανοί | οι | στεγανές | τα | στεγανά |
γενική | των | στεγανών | των | στεγανών | των | στεγανών |
αιτιατική | τους | στεγανούς | τις | στεγανές | τα | στεγανά |
κλητική | στεγανοί | στεγανές | στεγανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στεγανός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στεγανός < στέγω
Επίθετο
επεξεργασίαστεγανός, -ή, -ό
- που δεν διαπερνιέται από υγρά
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) που διαχωρίζει δύο τμήματα ή δραστηριότητες μεταξύ τους
- (ναυτικός όρος) → δείτε τον όρο τα στεγανά (ουσιαστικοποιημένο): ειδικές κατασκευές ή τμήματα ενός πλεούμενου που δεν επιτρέπουν τη είσοδο θαλάσσιου ύδατος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στεγανός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαστεγανός, -ή, -όν
- (αρχική σημασία) στεγασμένος, προστατευμένος από το νερό, αδιάβροχος
- καλά σκεπασμένος
- που περικλείει
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- στεγανός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στεγανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.