Δείτε επίσης: -άνος

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

-ανός, -ανή, -ανό

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

-ανός αρσενικό (θηλυκό -ανή ή -ανίδα)

-ανός αρσενικό (θηλυκό -ού άκλιτο)

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε το επίθημα -ινός, -ή

Ετυμολογία 3

επεξεργασία

-ανός αρσενικό (θηλυκό -ανή)

Μεταφράσεις

επεξεργασία