εθνικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εθνικός < ελληνιστική κοινή ἐθνικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ.θni.ˈkɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
εθνικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με το έθνος
- η εθνική συνείδηση
- που αναφέρεται στο κράτος
- το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν
- υπουργείο εθνικής άμυνας
- που αναφέρεται στο σύνολο μιας χώρας και όχι σε μια περιφέρειά της ούτε σε υπερεθνική οντότητα
- εθνικές, ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές
- (γραμματική) για λέξη που προσδιορίζει αυτόν που ανήκει σε ένα έθνος
- τα εθνικά ονόματα όπως Έλληνας, Άγγλος, Γάλλος κλπ γράφονται με κεφαλαίο αρχικό
- (ιστορία) (παρωχημένο) στο βυζαντινό λεξιλόγιο ήταν συνώνυμο κυρίως των Ελλήνων, όπως και άλλων που δεν είχαν ασπαστεί το Χριστιανισμό και θεωρούνταν ειδωλολάτρες ή πολυθεϊστές ή παγανιστές
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- εθνικοαπελευθερωτικός
- εθνικοσοσιαλισμός
- εθνωνυμικός, εθνωνυμικό
- εθνωνύμιο, εθνώνυμο
- διεθνικός
- αντεθνικός
- υπερεθνικός