εθνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εθνικός | η | εθνική | το | εθνικό |
γενική | του | εθνικού | της | εθνικής | του | εθνικού |
αιτιατική | τον | εθνικό | την | εθνική | το | εθνικό |
κλητική | εθνικέ | εθνική | εθνικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εθνικοί | οι | εθνικές | τα | εθνικά |
γενική | των | εθνικών | των | εθνικών | των | εθνικών |
αιτιατική | τους | εθνικούς | τις | εθνικές | τα | εθνικά |
κλητική | εθνικοί | εθνικές | εθνικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εθνικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐθνικός και σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική nazionale ή (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική national[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.θniˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θνι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεθνικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με το έθνος
- η εθνική συνείδηση
- που αναφέρεται στο κράτος
- το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν
- υπουργείο εθνικής άμυνας
- που αναφέρεται στο σύνολο μιας χώρας και όχι σε μια περιφέρειά της ούτε σε υπερεθνική οντότητα
- εθνικές, ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές
- (γραμματική) για λέξη που προσδιορίζει αυτόν που ανήκει σε ένα έθνος
- τα εθνικά ονόματα όπως Έλληνας, Άγγλος, Γάλλος κλπ γράφονται με κεφαλαίο αρχικό
- (ιστορία) (παρωχημένο) στο βυζαντινό λεξιλόγιο ήταν συνώνυμο κυρίως των Ελλήνων, όπως και άλλων που δεν είχαν ασπαστεί το Χριστιανισμό και θεωρούνταν ειδωλολάτρες ή πολυθεϊστές ή παγανιστές
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- εθνικοαπελευθερωτικός
- εθνικοσοσιαλισμός
- εθνικοτοπικός
- εθνωνυμικός, εθνωνυμικό
- εθνωνύμιο, εθνώνυμο
- διεθνικός
- αντεθνικός
- υπερεθνικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία εθνικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εθνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας