βυζαντινός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βυζαντινός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική byzantin + -ινός < υστερολατινική Byzantinus < αρχαία ελληνική Βυζάντιον < Βύζας < θρακική
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.zan.di.ˈnɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βυζαντινός, -ή, -ό
- σχετικός με την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία που είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη (το αρχαίο Βυζάντιο)
- (παρωχημένο) οθωμανικός
- Υπουργείον Ναυτικών (1825-1826): δύο έγγραφα του υπουργείου προς τους ναυάρχους της Β΄ μοίρας του Στόλου κατά του “Βυζαντινού Εχθρικού Στόλου” (Ναύπλιο, 12 και 14 Μαΐου 1825) που υπογράφουν οι Ιωάννης Ν.Λαζάρου και Χ΄΄ Ανδρέας Αργύρης, σχετικά με την παραλαβή κατασχεθέντων λειών από ξένα πλοία. (Αρχείο Γεωργίου Σαχτούρη, Ε.Λ.Ι.Α)