Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Βυζάντιο
      γενική του Βυζαντίου
Βυζάντιου
    αιτιατική το Βυζάντιο
     κλητική Βυζάντιο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Βυζάντιο (πόλη) < αρχαία ελληνική Βυζάντιον < Βύζας < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bhug’os (κερασφόρο αρσενικό) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰuǵ- (τράγος, κριάρι)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /viˈzan.di.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βυ‐ζά‐ντι‐ο

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Βυζάντιο ουδέτερο

  1. αρχαία πόλη που ιδρύθηκε από τους Μεγαρείς στο Βόσπορο, δίπλα στον Κεράτιο κόλπο, και αργότερα ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη, όταν έγινε πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους
  2. (συνεκδοχικά, ιστορία) η Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία