βυζαντινότροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βυζαντινότροπος < βυζαντινός + -ο- + -τροπος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβυζαντινότροπος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βυζαντινότροπος
|
βυζαντινότροπος, -η, -ο
|