Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βυζαντινοπρεπής η βυζαντινοπρεπής το βυζαντινοπρεπές
      γενική του βυζαντινοπρεπούς* της βυζαντινοπρεπούς του βυζαντινοπρεπούς
    αιτιατική τον βυζαντινοπρεπή τη βυζαντινοπρεπή το βυζαντινοπρεπές
     κλητική βυζαντινοπρεπή(ς) βυζαντινοπρεπής βυζαντινοπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βυζαντινοπρεπείς οι βυζαντινοπρεπείς τα βυζαντινοπρεπή
      γενική των βυζαντινοπρεπών των βυζαντινοπρεπών των βυζαντινοπρεπών
    αιτιατική τους βυζαντινοπρεπείς τις βυζαντινοπρεπείς τα βυζαντινοπρεπή
     κλητική βυζαντινοπρεπείς βυζαντινοπρεπείς βυζαντινοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυζαντινοπρεπής < βυζαντιν(ός) + -ο- + -πρεπής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.zan.di.no.pɾeˈpis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυ‐ζα‐ντι‐νο‐πρε‐πής

  Επίθετο επεξεργασία

βυζαντινοπρεπής, -ής, -ές

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία