πρέπω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρέπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρέπω [1]
ΡήμαΕπεξεργασία
πρέπω μόνο σε τρίτο πρόσωπο ενικού ή πληθυντικού στο ενεστωτικό θέμα
- → δείτε τη λέξη πρέπει
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- -πρεπής Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πρεπής στο Βικιλεξικό & παράγωγα -εια, -ώς
- πρέπων, πρέπουσα, πρέπον
- → και δείτε τη λέξη πρέπει
Επεξεργασία
- ↑ «πρέπω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
πρέπω
- είμαι ορατός, διακρίνομαι καλά ανάμεσα σε πολλούς
- (για ήχο) ακούγομαι δυνατά και καθαρά
- (για οσμή) διακρίνομαι καθαρά
- μοιάζω στη μορφή
- ταιριάζω, αρμόζω
- (απρόσωπο) → δείτε τη λέξη πρέπει, ταιριάζει
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πρέπω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «πρέπω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.