πρέπων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρέπων & πρέποντας |
η | πρέπουσα | το | πρέπον |
γενική | του | πρέποντος & πρέποντα |
της | πρέπουσας & πρεπούσης* |
του | πρέποντος |
αιτιατική | τον | πρέποντα | την | πρέπουσα | το | πρέπον |
κλητική | πρέπων & πρέποντα |
πρέπουσα | πρέπον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρέποντες | οι | πρέπουσες | τα | πρέποντα |
γενική | των | πρεπόντων | των | πρεπουσών | των | πρεπόντων |
αιτιατική | τους | πρέποντες | τις | πρέπουσες | τα | πρέποντα |
κλητική | πρέποντες | πρέπουσες | πρέποντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρέπων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρέπων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πρέπω
Μετοχή
επεξεργασίαπρέπων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πρέπει
- ο σωστός, ο κατάλληλος, που αρμόζει, αξίζει, ο ορθός, ο κόσμιος, καθώς πρέπει
- ⮡ δεν είναι πρέπον να γελάμε σε κηδείες
- ⮡ η συμπεριφορά τους δεν ήταν η πρέπουσα
- ⮡ η πρέπουσα τιμωρία, βαθμολογία, ποινή
- ⮡ ο πρέπων σεβασμός - οι πρέποντες κανόνες/χώροι/όροι - τα πρέποντα ρούχα
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε το πρέπον
- ⮡ να κάνεις το πρέπον όσο και αν μας στοιχίσει
- ο σωστός, ο κατάλληλος, που αρμόζει, αξίζει, ο ορθός, ο κόσμιος, καθώς πρέπει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρέπων