πρεπόντως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρεπόντως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρεπόντως < μετοχή πρέπων, πρεποντ- + -ως
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾeˈpon.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρε‐πό‐ντως
- τονικό παρώνυμο: πρέποντος
Επίρρημα
επεξεργασίαπρεπόντως (τροπικό επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρεπόντως
|
Πηγές
επεξεργασία- πρέπων, πρεπόντως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπρεπόντως (τροπικό επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- πρεπόντως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρεπόντως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.