bienséant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bienséant | bienséants |
θηλυκό | bienséante | bienséantes |
Επίθετο
επεξεργασίαbienséant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bienséant | bienséants |
θηλυκό | bienséante | bienséantes |
bienséant (fr)